- κοράσι
- και κοράσιο, το (ΑM κοράσιον, Μ και κοράσιν)γυναίκα σε νεαρή ηλικία, κορίτσι, άγαμη κοπέλα («να δεις κοράσια πλια όμορφα παρά την Αρετούσαν», Ερωτόκρ.)νεοελλ.-μσν.θεραπαινίδα, ακόλουθοςμσν.1. κόρη, θυγατέρα2. σύζυγος3. ερωμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -άσι(ον), πρβλ. ιππ-άσιον, λοιβ-άσιον].
Dictionary of Greek. 2013.